- αδείμαντος
- (αρχές 5ου αι. π.Χ.).Γιος του Ωκύτη, ναύαρχος του Κορινθιακού στόλου την εποχή που ο Ξέρξης θέλησε να κατακτήσει την Ελλάδα. Όταν ο Θεμιστοκλής, έχοντας λάβει από τους Ευβοείς τριάντα τάλαντα για να ναυμαχήσει με τους Πέρσες έξω από την Εύβοια, έδωσε τα πέντε στον Ευρυβιάδη για να μείνει στο Αρτεμίσιο, ο Α. επέμενε να φύγει. Τότε o Θεμιστοκλής του είπε: «Όχι, δεν θα φύγεις, γιατί εγώ θα σου δώσω δώρα μεγαλύτερα απ’ όσα θα σου έστελνε ο βασιλιάς των Μήδων, αν εγκατέλειπες τους συμμάχους». Έστειλε λοιπόν στο πλοίο του Α. τρία τάλαντα και εκείνος πείστηκε να πάρει μέρος στη ναυμαχία του Αρτεμισίου (480 π.Χ.). O Θεμιστοκλής είχε δώσει επίσης ένα τάλαντο στον Αριτέλη, τον τριήραρχο του ιερού πλοίου Σαλαμινία και τα υπόλοιπα 21 τάλαντα έμειναν σε εκείνον, χωρίς να το ξέρει κανείς (Ηρόδοτος Η, 5). Αργότερα, την προπαραμονή της ναυμαχίας της Σαλαμίνας, ο Θεμιστοκλής ήρθε πάλι σε αντιδικία με τον Α., που επέμενε να γίνει η σύγκρουση με τους Πέρσες κοντά στον Ισθμό της Κορίνθου. O Α. είπε κάποια στιγμή: «Θεμιστοκλή, όσοι ξεκινούν στους αγώνες πριν δοθεί το σύνθημα, ραπίζονται». O Θεμιστοκλής του απάντησε: «Αλλά και όσοι μένουν πίσω δεν στεφανώνονται». O Α. διαφώνησε με τον Θεμιστοκλή για τη σκοπιμότητα να ναυμαχήσουν με τους Πέρσες στη Σαλαμίνα, τελικά όμως υποχώρησε.
Με το όνομα Α. αναφέρεται και στρατηγός των Αθηναίων, που έζησε τον 5o αι. και πήρε ενεργό μέρος στον Πελοποννησιακό πόλεμο. Α. λεγόταν και ένας βασιλιάς των Φλειασίων, που κατοικούσαν στην περιοχή της σημερινής Νεμέας. Πολλοί τον θεωρούν μυθολογικό πρόσωπο.
* * *ἀδείμαντος, -ον (Α) [δειμαίνω]1. αυτός που δεν φοβάται, άφοβος2. αυτός που δεν φοβάται τον εαυτό του «ἀδείμαντος ἐμαυτῇ»3. (για τόπο) αυτός στον οποίο δεν υπάρχει φόβος, ο ασφαλής («οἰκία ἀδείμαντος»).
Dictionary of Greek. 2013.